δεξιούμαι

δεξιούμαι
και δεξιώνομαι (AM δεξιοῦμαι, -όομαι)
χαιρετώ κάποιον σφίγγοντας το δεξί του χέρι του, καλωσορίζω
νεοελλ.
καλωσορίζω επίσημους προσκεκλημένους
II (αρχ. φρ. 1
«δεξιοῦμαι θεοῑς» — υψώνω το δεξί μου χέρι για να τιμήσω τους θεούς
2. «πυκνὴν ἄμυστιν δεξιούμενοι» — καλωσορίζοντας με πολλά ποτήρια κρασί
3. «δεξιοῦμαι τὸν δῆμον» — κολακεύω τον δήμο, ψηφοθηρώ
4. «ζῷα δεξιούμενα», ζώα δεμένα μαζί από το δεξί τους πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. προήλθε από το θηλ. δεξιά τού επιθ. δεξιός, το οποίο δήλωνε από την ομηρική εποχή το δεξί χέρι, που τείνει κανείς προκειμένου να χαιρετήσει ή να καλωσορίσει κάποιον, ως ένδειξη φιλίας και εμπιστοσύνης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεξιοῦμαι — δεξιόομαι greet with the right hand pres ind mp 1st sg (attic epic doric ionic) δεξιόομαι greet with the right hand pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεξίωμα — ( ατος), το (Α) [δεξιούμαι] 1. αυτό που πρόθυμα γίνεται δεκτό, το ευπρόσδεκτο 2. το να απλώνεις το δεξί χέρι σε χαιρετισμό, η βεβαίωση ή ένδειξη φιλίας …   Dictionary of Greek

  • δεξίωση — η (AM δεξίωσις) [δεξιούμαι] το να απλώνει κανείς το χέρι για να χαιρετίσει κάποιον νεοελλ. 1. η υποδοχή προσκεκλημένων σε εορταστική εκδήλωση ή επίσημη συγκέντρωση 2. παράσταση σε επιτύμβιες στήλες, στην οποία το ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα… …   Dictionary of Greek

  • δεξιωτικός — δεξιωτικός, ή, όν (Μ) [δεξιούμαι] αυτός που είναι κατάλληλος για δεξίωση …   Dictionary of Greek

  • δεξιός — ά, ό και δεξύς, ιά, ύ (ή δεξής, ιά, ί) και δεξός, ά, ό (AM δεξιός, ά, όν) Ι. 1. (για τα μέλη τού σώματος) αυτός που βρίσκεται στο μισό μέρος όπως χωρίζεται με μια νοητή κάθετη γραμμή από το αριστερό μέρος (στο οποίο ακούγονται οι παλμοί τής… …   Dictionary of Greek

  • δεξιώνομαι — βλ. δεξιούμαι …   Dictionary of Greek

  • επιδεξιούμαι — ἐπιδεξιοῦμαι, όομαι (AM) (Μ και ἐπιδεξιώνομαι) [δεξιούμαι] μσν. επιστρατεύω τις δυνάμεις μου αρχ. βρίσκω απόλαυση σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • προδεξιούμαι — όομαι, Α (αποθ.) εκφράζω από την αρχή ευχαριστίες για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + δεξιοῦμαι «χαιρετίζω, ευχαριστώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”